Όταν δεν τηρούνται οι εξαγγελίες & όταν ισχύουν αναχρονιστικές αποφάσεις στην εκπαίδευση
Ένα ζήτημα που ταλανίζει κάθε χρόνο μαθητές, γονείς και συναδέλφους είναι ο αριθμός των μαθητών ανά τάξη. Πριν το 2006 ο ανώτατος αριθμός ανά τμήμα για τα Γυμνάσια και Λύκεια ήταν 35. Η αλλιώς τάξεις με μαθητές περισσότερους από 35 διαιρούνταν σε τμήματα. Από το σχολικό έτος 2006-2007 ο μέγιστος αριθμός μαθητών ανά τμήμα μειώθηκε στο 30. Όμως στα Επαγγελματικά Λύκεια ο αριθμός αυτός είναι στο 25. Δηλαδή χωρίς ουσιαστικό λόγο εφαρμόζονται δύο μέτρα και δύο σταθμά για τα δημόσια σχολεία Β’/θμιας εκπαίδευσης της χώρα μας. Η θέση της ΟΛΜΕ είναι ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα να μη ξεπερνάει τους 25, στις κατευθύνσεις του Λυκείου να μην ξεπερνάει τους 20 και στα εργαστήρια ν’ αντιστοιχούν 10 μαθητές ανά καθηγητή.
Επίσης θα πρέπει ν’ αναφερθεί ότι στο χαιρετισμό της υπουργού παιδείας κ. Γιαννάκου στο 12ο συνέδριο της ΟΛΜΕ, που πραγματοποιήθηκε από 29/6 - & 1/7/2005, εξαγγέλθηκαν από μέρους της κάποιες εκπαιδευτικές αλλαγές, μεταξύ των οποίων και η μείωση του μέγιστου αριθμού μαθητών ανά τμήμα. Μέχρι τότε όπως προείπαμε ήταν 35. Στην ομιλία της η κ. υπουργός είπε: «Και βεβαίως σας διαβεβαίωσα ότι θα εξετάσουμε το ζήτημα της μείωσης του αριθμού των μαθητών στην τάξη. Και σας λέω από τώρα ότι το 35 του νόμου θα γίνει αμέσως 30 και σε περιπτώσεις που αυτό επιτρέπεται και με εισήγηση του διευθυντή εκπαίδευσης θα μπορεί να κατέβει και στο όριο των 25. Αυτό είναι ένα πρώτο βήμα πολύ συγκεκριμένο.»(Πληροφοριακό Δελτίο ΟΛΜΕ, τεύχος 684)
Ένα χρόνο αργότερα (6-7-2006) το θεσμοθέτησε με την απόφαση που δημοσιεύεται στο ΦΕΚ 984Β/2006. Όμως στην απόφαση δεν πέρασε και τη φράση: «…και σε περιπτώσεις που αυτό επιτρέπεται και με εισήγηση του διευθυντή εκπαίδευσης θα μπορεί να κατέβει και στο όριο των 25…» που εξήγγειλε στο συνέδριο. Αν περνούσε την παραπάνω φράση ίσως το πρόβλημα κάπως να μετριαζόταν. Στο συγκεκριμένο ζήτημα η κ. υπουργός δεν ενήργησε σωστά επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι οι πολιτικοί δυστυχώς, άλλα εξαγγέλλουν και άλλα νομοθετούν ή νομοθετούν τα μισά απ’ αυτά που εξαγγέλλουν.
Στις μέρες μας η θέση της ΟΛΜΕ είναι η πιο ρεαλιστική και η πιο παιδαγωγικά ορθή. Η απόφαση του ΥΠΕΠΘ στο ζήτημα αυτό πρέπει ν’ αλλάξει και να υιοθετηθεί η θέση της ΟΛΜΕ. Εκτιμώ ότι είναι κάτι που μπορεί να γίνει άμεσα και ανώδυνα. Μέχρι ν’ αλλάξει, οι δ/ντές εκπαίδευσης δε θα πρέπει να δίνουν εντολές περικοπής τμημάτων με το πρόσχημα της εφαρμογής του νόμου, όταν μάλιστα υπάρχουν διαθέσιμες αίθουσες και διαθέσιμοι καθηγητές να διδάξουν. Αντιθέτως θα πρέπει να είναι ελαστικοί στην εφαρμογή της ισχύουσας αναχρονιστικής απόφασης, ζητώντας και οι ίδιοι ν’ αλλάξει.
Σε αντίθετη περίπτωση οι γονείς, που ενδιαφέρονται έντονα τα παιδιά τους να φοιτούν σε ολιγομελή τμήματα, θα τα οδηγήσουν στα ιδιωτικά σχολεία, εκεί που τα τμήματα είναι ολιγομελή. Έτσι το δημόσιο σχολειό θα συρρικνωθεί και θ’ απαξιωθεί ακόμη περισσότερο με ευθύνη του ΥΠΕΠΘ. Διότι στα τμήματα που λειτουργούν με πάνω από 25 μαθητές, δεν μπορεί να υπάρξει το καλύτερο διδακτικό και εκπαιδευτικό αποτέλεσμα. Ιδίως όταν σ’ αυτά φοιτούν μαθητές που προετοιμάζονται για την είσοδό τους στην Γ/βάθμια εκπαίδευση. Για το λόγο αυτό στις κατευθύνσεις του Λυκείου, ο μέγιστος αριθμός μαθητών ανά τμήμα πρέπει να μειωθεί στο 20.
Υπάρχουν όμως και πρόσθετοι λόγοι που επιβάλουν τη μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα. Ένας απ' αυτούς είναι το γεγονός της πολυπολιτισμικότητας. Στα δημόσια σχολεία φοιτούν πολλά μεταναστόπουλα, που δε γνωρίζουν καλά την Ελληνική γλώσσα, μερικά δεν τη γνωρίζουν και καθόλου. Επίσης στα δημόσια σχολεία φοιτούν μαθητές με διαπιστωμένες μαθησιακές δυσκολίες, δυσλεξία, παιδιά ΜΕΑ, ακόμη και παιδιά με νοητικές δυσκολίες. Όμως στη χώρα μας δεν λειτουργούν τάξεις υποδοχής ή ειδικές τάξεις και φροντιστηριακά τμήματα για τα μεταναστόπουλα και για όσους μαθητές έχουν ανάγκη. Και αν λειτουργούν σε κάποιες ελάχιστες περιπτώσεις δε λειτουργούν με το σωστό τρόπο. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες λοιπόν, πώς μπορεί να προσφερθεί ποιοτικό εκπαιδευτικό έργο όταν το τμήμα έχει πάνω από 25 μαθητές;
Η περικοπή των τμημάτων δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στη μείωση προσλήψεων καθηγητών και επομένως σε εξοικονόμηση δημοσίου χρήματος. Το αδηφάγο και σπάταλο κράτος θα πρέπει να κάνει οικονομία σε άλλους τομείς και όχι να περιορίσει τις κοινωνικές δαπάνες και τις δαπάνες για την παιδεία. Τα χρήματα για την παιδεία δεν μπορεί ν’ αποτελούν δαπάνες πολυτελείας, αλλά μελλοντική επένδυση για τη χώρα μας.
Πάνος Κατσούλας
Καθηγητής Δημόσιας Β’/θμιας Εκπ/σης
Γ. Γραμματέας Β’ ΕΛΜΕ Κορινθίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου